Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενδουχία — ἐνδουχία, η (Α) τα οικιακά σκεύη … Dictionary of Greek
ἐνδουχίαν — ἐνδουχίᾱν , ἐνδουχία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)